σεταρία

σεταρία
η, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια αγρωστώδη τής τάξης ποώδη και περιλαμβάνει 140 περίπου είδη, με σημαντικότερο, από οικονομική άποψη, το Sitaria italica, το οποίο ανήκει στα φυτά που είναι γνωστά με την κοινή ονομασία κεχρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου πρβλ. αγγλ. setaria < λατ. seta «χοντρή τρίχα» + -aria].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σαβάνα — Φυτικός σχηματισμός των θερμών περιοχών στις οποίες υπάρχει μια σαφής διάκριση μεταξύ μιας εποχής απόλυτης ξηρασίας και μιας που χαρακτηρίζεται από έντονες νεροποντές. Οι σ. απαντιούνται κατά το μεγαλύτερο μέρος στην κεντρική Αφρική, μεταξύ 5°… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”