- σεταρία
- η, Νβοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια αγρωστώδη τής τάξης ποώδη και περιλαμβάνει 140 περίπου είδη, με σημαντικότερο, από οικονομική άποψη, το Sitaria italica, το οποίο ανήκει στα φυτά που είναι γνωστά με την κοινή ονομασία κεχρί.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου πρβλ. αγγλ. setaria < λατ. seta «χοντρή τρίχα» + -aria].
Dictionary of Greek. 2013.